ξόανο

ξόανο
το
1. ξύλινο άγαλμα.
2. μτφ., μωρός, ανόητος, κούφιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξόανο — Έτσι ονομάζονταν τα ξύλινα ή λίθινα αγάλματα ή είδωλα, που ήταν και τα πρώτα δοκίμια της ελληνικής γλυπτικής. Πίστευαν ότι είχαν πέσει από τον ουρανό και ότι ήταν έργα θεών ή ηρώων, γι’ αυτό και τα ονόμαζαν διιπετή και τα λάτρευαν με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Δαίδαλα — Αρχαία γιορτή στην πόλη των Πλαταιών προς τιμήν της θεάς Ήρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία τα Δ. διακρίνονταν στα Μικρά που γιορτάζονταν κάθε επτά χρόνια και στα Μεγάλα που γιορτάζονταν κάθε εξήντα χρόνια. Ο ίδιος ιστορικός, εξηγώντας την αιτία της… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιγένεια εν Ταύροις — Τραγωδία του Ευριπίδη, συνέχεια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, που διδάχθηκε ωστόσο πριν από αυτή (414; π.Χ.). Πραγματεύεται το προσφιλές στην ελληνική αρχαιότητα θέμα της σωτηρίας δύο ανθρώπων που τους συνδέουν συγγενικοί δεσμοί, υπό αντίξοες… …   Dictionary of Greek

  • Πλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας. Διαρκούσε από τις 21 25 του μήνα Θαργηλιώνα (Μάιος) και ήταν αφιερωμένη στην Πολιάδα Αθηνά. Κατά τις μέρες αυτές ο ναός της θεάς στην Ακρόπολη κλεινόταν ολόγυρα με σχοινί, για να μη μπαίνει κανένας μέσα, και οι… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίχθων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μυρμιδόνα ή του Τριόπα, εγγονός του Ποσειδώνα, που τον έλεγαν και Άθωνα. Ήταν περιώνυμος για την ασέβειά του. 2. Αθηναίος, γιος του Κέκροπα, αδελφός της Αγλαύρου, της Έρσης και της Πανδρόσου, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • Αμύκλαι — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Σπουδαίος αρχαίος οικισμός, 5 χλμ. νότια της Σπάρτης. Κατοικήθηκε γύρω στο 2000 π.Χ. και παρουσίασε εξαιρετική άνθηση στην ύστερη φάση της μυκηναϊκής περιόδου. Από τότε φαίνεται πως είχε καθιερωθεί η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Λυγοδέσμα — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στη Λακεδαίμονα. Σύμφωνα με την παράδοση, δύο Σπαρτιάτες του γένους των Αγιαδών, ο Αλώπεκος και ο Ασράβαδος, βρήκαν κρυμμένο σε μια λυγαριά το λατρευτικό ξόανο της Ορθίας ή Λ. Άρτεμης και τρελάθηκαν όταν το αντίκρισαν …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αρχανών — Στον κάμπο που βρίσκεται νότια της Kνωσού, πάνω από τον οποίο δεσπόζει το βουνό Γιούχτας, βρίσκεται μια από τις πιο πλούσιες αρχαιολογικά περιοχές της Kρήτης. Tόσο το μινωικό ανάκτορο, του οποίου η ανασκαφή συνεχίζεται στο κέντρο του σημερινού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”